-
1 βορέης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βορέης
-
2 αἰθρη-γενέτης
αἰθρη-γενέτης, im Aether geboren, Hom. einmal, Od. 5, 296 Βορέης αἰϑρηγενέτης, vgl. αἰϑήρ u. αἴϑρη.
См. также в других словарях:
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek